- ἐπιλησμοσύνη
- ἐπιλησμ-οσύνη, ἡ, = foreg., Cratin.410 ap.Suid. (v.-λησμονή), IG12(8).561 ([place name] Thasos), Archig. ap. Gal.8.149, D.C.56.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιλησμοσύνη — ἐπιλησμοσύνη, ἡ (Α) [επιλήσμων] λήθη, λησμονιά … Dictionary of Greek
ἐπιλησμοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνῃ — ἐπιλησμοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνην — ἐπιλησμοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνης — ἐπιλησμοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνας — ἐπιλησμοσύνᾱς , ἐπιλησμοσύνη fem acc pl ἐπιλησμοσύνᾱς , ἐπιλησμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύναι — ἐπιλησμοσύνᾱͅ , ἐπιλησμοσύνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)